- θεόκτιστον
- θεόκτιστοςcreatedmasc/fem acc sgθεόκτιστοςcreatedneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
богозьданъ — (1*) пр. Установленный, созданный богом: Тро˫ако въ писании хотѣние обрѣтаѥмъ гл҃емо. бж(с)твно и ѥстьствьно. и плотьско. ѥжѥ знаменаѥть ди˫авольско хотѣние ѥстьствено. и лѥсть. б҃оздано чл҃вкоу (ϑεόκτιστον) ПНЧ 1296, 51 об … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
θεόκτιστος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Μαρτύρησε με ξίφος. H μνήμη του τιμάται στις 4 Φεβρουαρίου. 2. Αποκεφαλίστηκε για τις ιδέες του με ξίφος. Η μνήμη του τιμάται στις 3 Οκτωβρίου. 3. Θ. ο ναύκληρος. Μαρτύρησε με αποκεφαλισμό στην… … Dictionary of Greek